-
1 επεμβάση
ἐπεμβάσηι, ἐπέμβασιςattack: fem dat sg (epic)ἐπεμβά̱σῃ, ἐπεμβαίνωstep: aor part act fem dat sg (attic epic ionic)ἐπεμβά̱σῃ, ἐπεμβαίνωstep: aor subj act 3rd sg (doric)ἐπεμβά̱σῃ, ἐπεμβαίνωstep: fut ind mid 2nd sg (doric) -
2 ἐπεμβάσῃ
ἐπεμβάσηι, ἐπέμβασιςattack: fem dat sg (epic)ἐπεμβά̱σῃ, ἐπεμβαίνωstep: aor part act fem dat sg (attic epic ionic)ἐπεμβά̱σῃ, ἐπεμβαίνωstep: aor subj act 3rd sg (doric)ἐπεμβά̱σῃ, ἐπεμβαίνωstep: fut ind mid 2nd sg (doric) -
3 επέμβαση
[-ις (-εως)] η1) вмешательство;η μη επέμβαση — невмешательство;
ένοπλη επέμβαση — вооружённое вмешательство;
χειρουργική επέμβαση — хирургическое вмешательство;
2) интервенция -
4 επέμβαση
[эпэмваси] ουσ θ вмешательство. -
5 müdahale
επέμβαση, παρέμβαση -
6 вмешательство
вмешательство с η επέμβα ση, η ανάμιξη' η παρέμβαση· η μεσολάβηση (посредничество) · хирургическое \вмешательство η χειρου ργική επέμβαση· вооружённое \вмешательство η ένοπλη επέμβαση* * *сη επέμβαση, η ανάμιξη; η παρέμβαση; η μεσολάβηση ( посредничество)хирурги́ческое вмеша́тельство — η χειρουργική επέμβαση
вооружённое вмеша́тельство — η ένοπλη επέμβαση
-
7 вмешательство
вмешательствос ἡ ἐπέμβαση [-ις], ἡ παρέμβαση [-ις], ἡ ἀνάμιξη [-ις]:вооруженное \вмешательство ἡ ἐνοπλη ἐπέμβαση· хирургическое \вмешательство ἡ χειρουργική ἐπέμβαση -
8 вмешательство
-а ουδ.ανάμιξη επέμβαση•вмешательство в личные дела ανάμιξη στις ατομικές υποθέσεις άλλου•
вооруженное вмешательство ένοπλη επέμβαση•
хирургическое вмешательство χειρουργική επέμβαση.
-
9 интервенция
-
10 невмешательство
невмешательство с η μη ανάμιξη, η μη επέμβαση* политика \невмешательствоа η πολιτική της μη επέμβασης* * *сη μη ανάμιξη, η μη επέμβασηполи́тика невмеша́тельства — η πολιτική της μη επέμβασης
-
11 невмешательство
невмешательств||ос ἡ μή ἐπέμβαση [-ις]:политика \невмешательствоа ἡ πολιτική τῆς μή ἐπεμβάσεως· \невмешательство во внутренние дела ἡ μή ἐπέμβαση στά ἐσωτερικά. -
12 интервенция
-и θ.επέμβαση•интервенция Англии и Франции в Советской России η επέμβαση της Αγγλίας και Γαλλίας στη Σοβιετική Ρωσία.
-
13 невмешательство
-а ουδ. η μη επέμβαση•-в дела других государств μη επέμβαση στις υποθέσεις των άλλων κρατών•
политика -а πολιτική μη επέμβασης•
принцип -а αρχή της μη επέμβασης.
-
14 вмешательство
η επέμβαση, η παρέμβασηη ανάμειξηη παρεμβολήРусско-греческий словарь научных и технических терминов > вмешательство
-
15 операция
1. (мат) η πράξη- ИЛИ η πράξη/το σύμβολο της διάζευξης (OR)2. тех. η εργασία, η τεχνολογική πράξηпроизводственная - παραγωγική -, βιομηχανική -3. (совокупность действий) ηεπιχείρηση 4. фин. ησυναλλαγή, η πράξη 5. мед. η εγχείρηση, ηχειρουργική επέμβασηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > операция
-
16 интервентция
интервент||цияж ἡ ἐπέμβαση [-ις]. -
17 хирургический
хирург||и́ческийприл χειρουργικός:\хирургическийи́ческое вмешательство ἡ χειρουργική ἐπέμβαση. -
18 άμεσος
η, ο [ος, ον ]1) непосредственный, прямой;άμεσοι φόροι — прямые налоги;
2) немедленный; безотлагательный;άμεση επέμβαση — немедленное вмешательство;
3) неизбежный, неминуемый;.предстоящий;είναι άμεσος ο κίνδυνος τού πολέμου — каждую минуту может разразиться война;
τό άμεσον μέλλον — ближайшее будущее
-
19 χειρουργικός
η, ό[ν] хирургический; операционный;χειρουργικόςή επέμβαση — хирургическое вмешательство
-
20 facelift
1) (an operation to smooth and firm the face: She has had a facelift.) πλαστική(χειρουργική επέμβαση προσώπου απορρυτίδωσης προσώπου)2) (a process intended to make a building etc look better: This village will be given a facelift.) εξωραϊσμός
- 1
- 2
См. также в других словарях:
επέμβαση — η (AM ἐπέμβασις) [επεμβαίνω] νεοελλ. 1. δραστήρια ανάμιξη, μεσολάβηση («φιλική, διπλωματική επέμβαση») 2. ενέργεια κράτους ή διεθνούς οργανισμού σε ζητήματα που δεν περιλαμβάνονται στις αρμοδιότητες τους 3. εφαρμογή δραστικής θεραπείας 4.… … Dictionary of Greek
επέμβαση — η 1. ενεργητική ανάμειξη, παρέμβαση, μεσολάβηση (ιδίως η απρόσκλητη). 2. η αυτόκλητη ανάμειξη ενός κράτους στα εσωτερικά ή εξωτερικά πράγματα άλλου ανεξάρτητου κράτους με σκοπό την επιβολή της δικής του θέλησης. 3. (ιατρ.), η εγχείρηση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐπεμβάσῃ — ἐπεμβάσηι , ἐπέμβασις attack fem dat sg (epic) ἐπεμβά̱σῃ , ἐπεμβαίνω step aor part act fem dat sg (attic epic ionic) ἐπεμβά̱σῃ , ἐπεμβαίνω step aor subj act 3rd sg (doric) ἐπεμβά̱σῃ , ἐπεμβαίνω step fut ind mid 2nd sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
καρδιά — Μυώδες κοίλο όργανο με τέσσερις χώρους, η λειτουργία του οποίου είναι θεμελιώδης για την κυκλοφορία του αίματος, καθώς παραλαμβάνει το αίμα από τις φλέβες και ως αντλία το τροφοδοτεί στις αρτηρίες. Η κ. του ανθρώπου βρίσκεται στο πρόσθιο μέσο… … Dictionary of Greek
Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… … Dictionary of Greek
λίβανος — Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας, στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β, Α και ΝΑ με τη Συρία, στα Ν με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Δ από τη Μεσόγειο θάλασσα.Περιλαμβανόμενη μεταξύ της οροσειράς του Aντιλιβάνου και της Mπαχρ ελ Mουτεουάσιτ, η Δημοκρατία … Dictionary of Greek
Ιράκ — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Ιράκ Έκταση: 437.072 τ. χλμ. Πληθυσμός: 24.001.816 (2002) Πρωτεύουσα: Βαγδάτη (4.478.000 κάτ. το 1995)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με την Τουρκία, στα Δ με τη Συρία και την… … Dictionary of Greek
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
συρία — Κράτος της Μέσης Ανατολής. Συνορεύει στα Β με την Τουρκία, στα Δ με το Λίβανο, στα Ν με την Ιορδανία και στα Α με το Ιράκ. Βρέχεται στα Δ από τη Μεσόγειο.H Συρία, το όνομα της οποίας προέρχεται από την αρχαία Aσσυρία, που για τους Έλληνες… … Dictionary of Greek